προδιαθεσις

προδιαθεσις
    προδιάθεσις
    προ-διάθεσις
    -εως ἥ предрасположение Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προδιαθεσις" в других словарях:

  • προδιάθεσις — predisposition fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιαθέσεις — προδιάθεσις predisposition fem nom/voc pl (attic epic) προδιάθεσις predisposition fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιάθεσιν — προδιάθεσις predisposition fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»